[responsivevoice_button rate=”1″ pitch=”1.2″ volume=”0.8″ voice=”Greek Female” buttontext=”listen to this”]
τουΘωμά Λιναρά
“Η τέχνη δεν αποδίδει το ορατό αλλά καθιστά κάτι ορατό”. Πάουλ Κλέε
Το σκοτεινό φως που εκπέμπει το έργο του Βέρνερ Χέρτσογκ, δεν είναι παρά η εκτυφλωτική αύρα που το στεφανώνει. Δεν πρόκειται για οξύμωρο σχήμα λόγου, καθώς από την αρχή της πορείας του ο Γερμανός δημιουργός κυνήγησε, με μόνο όπλο την κινηματογραφική κάμερα, την βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων που κρύβεται στην καρδιά του σκοταδιού. Κάτι που σήμαινε, επίσης εξ’ αρχής, μια διαρκή και επικίνδυνη αναμέτρηση με τα όρια. Πραγματικός ταξιδευτής και όχι ταξιδιώτης, κινηματογραφώντας σ’όλα τα πλάτη και τα μήκη του πλανήτη Γη, ο Χέρτσογκ αναζήτησε με το πάθος και την επιμονή ενός πιονέρου τα όρια του βλέμματος, υπονομεύοντας τους αντιληπτικούς μηχανισμούς της όρασης, σκάβοντας σαν ανθρακωρύχος στα ορυχεία της ύπαρξης και σε άγνωστες επαρχίες του Είναι. Απώτερος στόχος αυτής της 47χρονης περιπλάνησης ανά τον κόσμο, είναι να συλλάβει και να φέρει στην επιφάνεια αυτό που ο ίδιος ονομάζει «εκστατική αλήθεια»: ένας τρόπος να βγεις από τον εαυτό σου και εγκαταλείποντας το «πύρινο έδαφος της πραγματικότητας» να προσγειωθείς ξανά, κουβαλώντας μέσα σου την διάσταση μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας. Σ’αυτήν ακριβώς τη ριψοκίνδυνη κινηματογραφική πράξη παραβίασης των συνόρων του πραγματικού και των ορίων του κινηματογραφικού μέσου, εδράζει ο οραματικός πυρήνας του έργου του. Η εκ προοιμίου αποδοχή ότι η ουσία και η αλήθεια των πραγμάτων παραμένει αθέατη, κινητοποιεί τον Χέρτσογκ στο κυνήγι της πρωταρχικής εικόνας, της εικόνας της πρώτης φοράς, της ανείδωτης όψης της πραγματικότητας. Όλο του το έργο είναι σημαδεμένο από τον αγώνα και την αγωνία να κινηματογραφηθεί το αόρατο, να αποκαλυφθεί μια αμόλυντη, παρθένα εικόνα της φύσης και του ανθρώπου. Γι’αυτό και ο πιο ανυποψίαστος θεατής υπνωτίζεται, κατά κάποιο τρόπο, από τις εικόνες του οι οποίες προκαλούν την αίσθηση του πρωτοφανέρωτου: είτε πρόκειται για τον γέρο της Σπιναλόγκα που αρνείται να μιλήσει ή για τους δημοπράτες ζώων που μιλούν σαν πολυβόλο, είτε για την πτήση του ξυλογλύπτη Στάινερ ή για το αερόστατο που ίπταται πάνω από το τροπικό δάσος της Γουιάνα, είτε για τον ήρωα που αγκαλιάζει το δέντρο ή για τον ιεροκήρυκα και τα τηλεοπτικά του κηρύγματα, είτε για τη σχεδία που κατεβαίνει ακυβέρνητη το ποτάμι ή για το καράβι που ανεβαίνει στο βουνό, είτε για τους προσκυνητές που σέρνονται στην παγωμένη λίμνη ή στην ανάβαση του όρους Κάιλας…Και απαραίτητη προυπόθεση για να συμβεί αυτό, είναι το ποτάμι της πραγματικής ζωής να χυθεί και να ποτίσει ανεξίτηλα τις εικόνες, διαπλέκοντας, μαγικά σχεδόν, όσα συμβαίνουν στην διάρκεια των γυρισμάτων (και έχουν συμβεί πολλά), με την ιστορία που αφηγείται η ταινία. Η καθεμιά από τις ταινίες του είναι σφραγισμένη με το δικό της ψυχικό δακτυλικό αποτύπωμα, μετουσίωση της αληθινής ζωής σε μια κινηματογραφική πράξη bigger than life, που είναι τελικά και το μεγαλύτερο παράσημο του έργου του.
Ο Χέρτσογκ δεν είναι μονάχα ένας εξαίρετος αφηγητής ιστοριών, αλλά και ένας δημιουργός που δεν διστάζει να υιοθετήσει πλήρως το βλέμμα των ηρώων του, να μπει στ’ αλήθεια στο πετσί τους, γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να κατανοήσει και να συλλάβει την αλήθεια τους και να μας την (επι)κοινωνήσει· ακόμα κι αν πρόκειται για το βλέμμα ενός αδέσποτου «εξωγήινου», γιατί τέτοιος είναι ουσιαστικά ο Κάσπαρ Χάουζερ ή του «αληθινού» εξωγήινου στο The Wild Blue Yonder. Διεισδύοντας στα σκοτεινά εσωτερικά αυτών των ηρώων («όλοι μου οι ήρωες βγαίνουν από τη νύχτα, σκιές που περπατούν» λέει ο ίδιος), ο Χέρτσογκ ψηλαφίζει το τραγικό μεγαλείο της ήττας. Μέσω αυτών των «λοξών», των αποδιωγμένων, των ανθρώπινων «παρεκκλίσεων» που πλημμυρίζουν το έργο του (ο Βόιτσεκ, ο Στρότσεκ, ο Κάσπαρ, η Φίνι Στραουμπίνγκερ, οι νάνοι, ο Νοσφεράτου…), μπορούμε να προσεγγίσουμε, μοιάζει να μας λέει ο Χέρτσογκ, το δικό μας ανεξιχνίαστο όριο, τον άγνωστο εκείνο ορίζοντα του εαυτού μας, την ύπαρξη του οποίου αγνοούμε. Και σ’αυτή την κατευθυντήρια γραμμή ανάγνωσης, κάθε απόπειρα κατηγοριοποίησης του έργου του σε ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, όχι μόνο πέφτει στο κενό και δεν έχει κανένα νόημα, αλλά προκαλεί περαιτέρω συγχίσεις και παρανοήσεις. Η αναζήτηση της «εκστατικής αλήθειας» είναι μια πτήση προς το άγνωστο, σε προκεχωρημένα φυλάκια της ύπαρξης, σε σύνορα (και κινηματογραφικά ενοείται) ακαθόριστα, ευμετάβλητα, όπως η αδιόρατη αλλά αέναη κίνηση των αμμόλοφων της ερήμου, εκεί όπου τα πάντα υποτάσσονται στον νόμο της fata morgana: τα πράγματα είναι και ταυτόχρονα δεν είναι. Η έρημος Σαχάρα, η ζούγκλα του Αμαζονίου, οι κορυφογραμμές του Γκάσερμπρουμ, το όρος Κάιλας, οι παγετώνες της Ανταρκτικής, οι φλεγόμενες πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ ή το ηφαίστειο La Soufriere, είναι τοπία πραγματικά και την ίδια στιγμή εξωπραγματικά, τόποι οραματικοί που διαπερνούνται από μια έντονη μεταφυσική πνοή. Η κινηματογράφηση της φύσης στις ταινίες του, είναι σχεδόν παραισθητική, σαν να την βλέπει κανείς σε κατάσταση υψηλού πυρετού ή σαν να την ονειρεύεται και τα τοπία μοιάζουν τόποι της φαντασίας, που δεν υπάρχουν έξω από τις εικόνες του.
Σε ποιον κόσμο ανήκουν οι εσχατολογικές εικόνες της ταινίας Μαθήματα στο σκοτάδι, που μας αποκαλύπτουν μια επίγεια κόλαση, ισάξια ενός Ιερώνυμου Μπος, την οποία δημιούργησε ο άνθρωπος με τα ίδια του τα χέρια; Σε ποιον χρόνο ανήκει ο Κλάους Κίνσκι, καθώς με το γραμμόφωνο στα χέρια αφήνει ελεύθερη την θεική φωνή του Καρούζο να ξεχυθεί και να τυλίξει ολόκληρη την ζούγκλα, αν όχι στον χρόνο των ονείρων; Είναι πραγματική ή φανταστική η κοιλάδα με τους ανεμόμυλους (αρχετυπική οραματική εικόνα του έργου του) που τρελαίνουν τον Στρότσεκ στα Σημάδια ζωής, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους γυρισμένη στην Ελλάδα, στο νησί της Κω; Τι εννοεί ο Κάσπαρ λέγοντας «όταν μάθω περισσότερες λέξεις θα καταλάβω αυτό που θέλω να καταλάβω» συμπυκνώνοντας σ’ ένα γλωσσικό βραχυκύκλωμα τον προβληματισμό του Χέρτσογκ γύρω από τα όρια της γλώσσας, που στο έργο του φτάνει στα σύνορα της σιωπής; Ίσως μονάχα η τέχνη της μουσικής, της μόνης στην οποία αξίζει να μεταμορφωθεί ο κόσμος και ειδικά η μουσική της απόλυτης σιωπής (σε τόπους όπου «μπορείς ν’ακούσεις τους χτύπους της καρδιάς σου»), να μπορεί να κόψει, σαν σπαθί, τον γόρδιο δεσμό της γλώσσας· να μιλήσει τα λόγια του ανείπωτου· να λύσει το αίνιγμα των εικόνων· να απελευθερώσει την κρυμμένη τους αλήθεια· να βρει το μυστικό μονοπάτι που οδηγεί στο επέκεινα· να διασχίσει τον ερημικό λειμώνα που απλώνεται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Και όλα αυτά δεν είναι θεωρίες, αλλά επίπονη σωματική πράξη και μπορούν να συμβούν μονάχα πεζή, όπως το κορυφαίο ταξίδι που έκανε ποτέ ο ακαταπόνητος Γερμανός, βαδίζοντας για 21 ημέρες από τις 23 Νοεμβρίου μέχρι στις 14 Δεκεμβρίου του 1974, από το Μόναχο στο Παρίσι, σε μια κίνηση υπέρβασης των φυσικών και ψυχικών ορίων, για να κρατηθεί στην ζωή η φίλη του Λότε Άισνερ. (Περιπέτεια ψυχής που θα αποτυπωθεί με ανυπέρβλητο τρόπο στο θαυμάσιο βιβλίο του-ημερολόγιο ταξιδίου- με τίτλο Μονοπάτια στο πάγο)
Κυνηγός οραμάτων, ανιχνευτής σημαδιών και ιχνηλάτης του μεταίχμιου, ο Βέρνερ Χέρτσογκ δεν έπαψε ποτέ να αναζητά το attimo fuggente όπου φωλιάζει ο στίχος του Ουίλιαμ Μπλαίηκ «να δεις το άπειρο σ’ έναν κόκκο άμμου»
O Θωμάς Λιναράς σπούδασε Κοινωνιολογία στο Τρέντο της Ιταλίας και συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ως υπεύθυνος επιμελητής των κινηματογραφικών του εκδόσεων. Κείμενά του για τον κινηματογράφο και την λογοτεχνία έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. Ζει στη Θεσσαλονίκη. (Το ανωτέρω κείμενο εμπεριέχεται στο βιβλίο του Κινηματογραφικά δεινά, από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου, εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 2015.)